αλμυρίκι

αλμυρίκι
το Βοτ.
κοινή ονομασία διαφόρων ειδών τού είδους Ταμάριξ*
είναι δενδρύλλια τα οποία φύονται σε όχθες υφάλμυρων νερών ή κοντά σε παραλίες, όπου ο φρεάτιος ορίζοντας είναι υφάλμυρος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αλμυρίδιον — ἁλμυρίδιον, το (Α) (ως ονομ. φυτών) αλμυρίκι. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκοριστικό τής λ. ἁλμυρίς] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”